- υπερπληθωρισμός
- ο, Ν(οικον.) πολύ μεγάλη ποσοστιαία ετήσια αύξηση τών τιμών, δηλαδή τού ρυθμού τού πληθωρισμού, συμβατικά πάνω από 30%.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek